- διαπεραστικότητα
- [-ης (-ητος)] η1) пробивная сила (снаряда); 2) проникание, проникновение; 3) пронзительность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευοδία — εὐοδία, ἡ (Α) [εύοδος] 1. καλή πορεία, καλό ταξίδι (πρβλ. νεοελλ. κατευόδιο) 2. φρ. α) «εὐοδίαν ἀπὸ στόματος χέειν» εύχομαι, εκφέρω αγαθές ευχές για την επιτυχία κάποιου β) μτφ. «κατ εὐοδίαν» κατ ευχήν 3. ευκαιρία («εὐοδία τοῡ ἐλθεῑν» καλή… … Dictionary of Greek
βέλος — το γεν. ους 1. λεπτό και μικρό, επίμηκες ακόντιο που έχει φτερά στο πίσω άκρο και εκσφενδονίζεται από τόξο, η σαΐτα: Τα βέλη της τοξοβολίας είναι ευέλικτα και εύθραυστα. 2. μτφ., ό,τι έχει ταχύτητα και διαπεραστικότητα βέλους: Σε όλη τη διάρκεια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)